Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Ο παράδεισος μπορεί να περιμένει.


Ο βοριάς λυσσομανούσε, σαν το γιο της Νύχτας πάσχιζε να γκρεμίσει την πόρτα για να μπουκάρει μέσα ν' αρπάξει τις ψυχές. Μήτε και στο ξημέρωμα έκοψε ρούπι. Σήκωνε πέτρες ολόκληρες που κυλούσαν στην πλαγιά. Κι από κει, χάνονταν στο βάθος. Τα δέντρα έγερναν μέχρι που ακουμπούσε η κορφή τους στη γης. Πετούμενο πουθενά στον ουρανό. Κούρνιασαν στις τρύπες των βράχων του απόκρημνου γκρεμού. Εκτός, εκείνων, που πετούσαν στο παρά πάνω στρώμα τ' ουρανού και αγνάντευαν από ψηλά τα πράσινα κύματα που ζωγράφιζε στην ανοιξιάτικη βλάστηση ο σαλεμένος αγέρας. 

Το βράδυ, που ξημέρωσε, ο κυρ-Φώτης ο πεταλωτής, από τον επάνω μαχαλά, ξύπνησε κάθιδρος, στο μεσουράνημα του γλυκού ύπνου. Αυτό που ονειρεύτηκε τον τρόμαξε. Έμοιαζε αληθινό, κάτι παραπάνω από όνειρο. Τινάχτηκε απ΄το κρεβάτι και με το λιγοστό φως του φεγγαριού, που περνούσε ανάμεσα απ' τα σκεβρωμένα παραθυρόφυλλα, κατάφερε να φτάσει σέρνοντας τα πόδια του στο νιπτήρα της κουζίνας. Γύρισε τη βάνα και έβαλε τα χέρια του από κάτω και άρχισε να τα τρίβει με το σαπούνι, για ολόκληρα λεπτά της ώρας, λες και είχαν πιάσει μια σκουριά που δεν ξεκόλλαγε. Κάποτε σταμάτησε. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε μονολογώντας. Τι ήταν ετούτο δα. Άναψε το φως της κουζίνας, σκούπισε τα χέρια του, κι έπεσε βαρύς στην καρέκλα να στρίψει ένα τσιγάρο, να το ρουφήξει, να του 'ρθει το μυαλό που του 'φυγε απ' την τρομάρα. 

Το βουητό του αγέρα έμοιαζε με ήχο συνοδεία του χορού που σέρνει ο δίδυμος αδερφός του Ύπνου. Τα κλειστά παραθυρόφυλλα έτριζαν, σ΄ ένα μακάβριο ήχο, καθώς τα χτυπούσε ανελέητα ο αγέρας. Σάλιωσε το τσιγαρόχαρτο ο κυρ-Φώτης κι άναψε το τσιγάρο του. Ρούφηξε δυο απανωτές, στήριξε στο 'να χέρι το κεφάλι του κι άρχισε να συλλογιέται, σιγά σιγά, κι απ' την αρχή, να θυμάται αυτό που ονειρεύτηκε, κάπου σταματούσε, κάπου του 'φευγε αναστεναγμός και μια κουβέντα, πάντα η ίδια. 

Ονειρεύτηκε, πως ένα απόστημα φύτρωσε στο πόδι του. Λίγο πάνω απ' το γόνατο. Έβαλε τα δάχτυλα από γύρω και το ζούληξε με δύναμη σαν να στράβωνε το σίδερο, μέχρι που έτρεξε κίτρινο υγρό, πολύ, λες και ήταν χρόνια που συγκεντρώνονταν στην εσωτερική πληγή. Αυτή που δεν την βλέπεις ή που δεν θέλεις να τη δεις. Τ' άφησε να τρέξει και να χυθεί καταγής. Να γίνει ένα με τη στάχτη. Πάτησε στη ρίζα της πληγής, δυνατά, να βγει όλο, μην μείνει στάλα, να καθαρίσει για τα καλά. Κι ύστερα κοίταξε μέσα και είδε βαθιά και τρόμαξε, προχωρούσε πέρα από τη σάρκα και έφτανε στο κόκκαλο, κι 'χε ανοίξει μια τρύπα και μόλυνε το μεδούλι, κι έβγαινε απ' το μεδούλι κάτι σαν αφρός, σαν τη βρωμιά που ξερνάει η θάλασσα, και καθάριζε την πληγή. 

Πήρε η ώρα, κι άρχιζε να χαράζει. Ο ουρανός γλύκανε, απάνω απ΄την κορφή του απέναντι βουνού. Είπε να ετοιμαστεί. Είναι και δυο ώρες δρόμος. Αυτό που είδε ήταν σημαδιακό, σκέφτηκε. Μα είχε περάσει από φωτιά κι από σίδερο, να τρομάξει απ' τον αγέρα; Ούτε να το σκεφτείς. Πήρε όσα χρειαζούμενα για το δρόμο και ξεκίνησε. Κατηφόρισε το μονοπάτι να φτάσει γρηγορότερα στο δρόμο, κι από κει, όλο και κάποιος θα περνούσε. Δεν άφηνε το μυαλό του να λοξοδρομήσει. Την έγνοια του την έβγαλε και την κρατούσε στη χούφτα του σφιχτά, της έλεγε, εδώ σ' έχω, δυο ώρες δρόμος είναι, ύστερα θα τα πούμε αναμεταξύ μας.  

Έφτασε, με δυο δρασκελιές, στη ρίζα της πλαγιάς, οπού κυλούσε το ποτάμι, φουσκωμένο από τη νεροποντή της προηγούμενης βραδιάς, αφρισμένο κατέβαινε με ορμή και βουητό, παρασέρνοντας ό,τι έβρισκε στο διάβα του. Έφτανε το νερό μέχρι τον ουρανό της γέφυρας και κάποτε χτυπούσε δυνατά στα πλαϊνά, σαν το κύμα στην προβλήτα πετάγονταν μέτρα ψηλά, κι ύστερα έπεφτε στο δάπεδο της γέφυρας πλημμυρίζοντας την. Κοίταξε το ποτάμι ο κυρ-Φώτης, εσένα δεν σε φοβήθηκα σ' όλη μου τη ζωή, και κίνησε να διαβεί απέναντι. 

Έχουμε λογαριασμούς ατακτοποίητους, είπε, κουνώντας στον αέρα το μπαστούνι του. Πρώτα θα κλείσουμε τα τεφτέρια μας, κι αν μας μείνει χρόνος βλέπουμε και για τ' άλλα. Ας περιμένουν οι αγγέλοι. Θ' αργήσουμε να τους πεις. Θα τους επισκεφτούμε. Δίχως άλλο. Εν ευθέτω χρόνω.

1 σχόλιο: